- θηριωσις
- θηρίωσις-εως ἥ превращение в (дикое) животное Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θηρίωσις — θηρίωσις, ἡ (Α) [θηριώ] μεταβολή σε θηρίο, μεταμόρφωση σε θηρίο … Dictionary of Greek
θηρίωσις — turning into a beast fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριώσεως — θηριώσεω̆ς , θηρίωσις turning into a beast fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)